γλύφω * λαξεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό με σκοπό την παραγωγή ενός γλυπτού
Νομίζω πως αυτοί που ξέρουν να διαβάζουν κατάλαβαν αρκετά πράγματα σήμερα.